Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λᾶιγξ
λαῖλαψ
λαιμός
λαΐνεος
λάϊνος
λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λάκε
λακτίζω
λαμβάνω
λαμπετάω
λαμπρός
λαμπτήρ
λάμπω
λανθάνω
λάξ
λαός
λᾶος
λαοσσόος
View word page
λακτίζω
[λάξ.]
ShortDef
to kick with the heel
Debugging
Headword:
λακτίζω
Headword (normalized):
λακτίζω
Headword (normalized/stripped):
λακτιζω
IDX:
5927
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5928
Key:
Data
{'content': '<p>[λάξ.]</p>'}