Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λάθον
λάθρῃ
λᾶϊ
λᾶιγξ
λαῖλαψ
λαιμός
λαΐνεος
λάϊνος
λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λάκε
λακτίζω
λαμβάνω
λαμπετάω
λαμπρός
λαμπτήρ
λάμπω
λανθάνω
λάξ
View word page
λαῖφος
τό.
ShortDef
a tattered garment, rags; cloth, sail
Debugging
Headword:
λαῖφος
Headword (normalized):
λαῖφος
Headword (normalized/stripped):
λαιφος
IDX:
5924
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5925
Key:
Data
{'content': '<p>τό.</p>'}