Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λαθικηδής
λάθον
λάθρῃ
λᾶϊ
λᾶιγξ
λαῖλαψ
λαιμός
λαΐνεος
λάϊνος
λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λάκε
λακτίζω
λαμβάνω
λαμπετάω
λαμπρός
λαμπτήρ
λάμπω
λανθάνω
View word page
λαῖτμα
τό
[cf. λαιμός.]
ShortDef
the depth
Debugging
Headword:
λαῖτμα
Headword (normalized):
λαῖτμα
Headword (normalized/stripped):
λαιτμα
IDX:
5923
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5924
Key:
Data
{'content': '<p>τό</p> <p>[cf. λαιμός.]</p>'}