Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λαγωός
λᾶε
λάζομαι
λαθικηδής
λάθον
λάθρῃ
λᾶϊ
λᾶιγξ
λαῖλαψ
λαιμός
λαΐνεος
λάϊνος
λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λάκε
λακτίζω
λαμβάνω
λαμπετάω
λαμπρός
View word page
λαΐνεος

[λᾶας.]

ShortDef

of stone, stony

Debugging

Headword:
λαΐνεος
Headword (normalized):
λαΐνεος
Headword (normalized/stripped):
λαινεος
IDX:
5920
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5921
Key:

Data

{'content': '<p>[λᾶας.]</p>'}