Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀμοιβάς
ἀμοιβή
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβοί
ἀμολγός
ἁμός
ἄμοτος
ἀμπείρω
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπεπαλών
ἀμπερές
ἀμπέχω
ἀμπηδάω
ἄμπνεῦσαι
ἄμπνυε
ἀμπνύνθη
ἄμπυξ
ἄμυδις
ἀμύμων
ἀμύντωρ
View word page
ἀμπεπαλών

contr. aor. pple. ἀναπάλλω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπεπαλών
Headword (normalized):
ἀμπεπαλών
Headword (normalized/stripped):
αμπεπαλων
IDX:
591
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.592
Key:

Data

{'content': '<p>contr. aor. pple. ἀναπάλλω.</p>'}