Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κωπήεις
κώρυκος
κωφός
λᾶας
λάβε
λαβραγόρης
λαβρεύομαι
λάβρος
λαγχάνω
λαγωός
λᾶε
λάζομαι
λαθικηδής
λάθον
λάθρῃ
λᾶϊ
λᾶιγξ
λαῖλαψ
λαιμός
λαΐνεος
λάϊνος
View word page
λᾶε
nom. dual, λάεσσι dat. pl. λᾶας.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λᾶε
Headword (normalized):
λᾶε
Headword (normalized/stripped):
λαε
IDX:
5911
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5912
Key:
Data
{'content': '<p>nom. dual, λάεσσι dat. pl. λᾶας.</p>'}