Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἁμόθεν
ἀμοιβάς
ἀμοιβή
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβοί
ἀμολγός
ἁμός
ἄμοτος
ἀμπείρω
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπεπαλών
ἀμπερές
ἀμπέχω
ἀμπηδάω
ἄμπνεῦσαι
ἄμπνυε
ἀμπνύνθη
ἄμπυξ
ἄμυδις
ἀμύμων
View word page
ἄμπελος
-ον, ἡ.
ShortDef
vine
Debugging
Headword:
ἄμπελος
Headword (normalized):
ἄμπελος
Headword (normalized/stripped):
αμπελος
IDX:
590
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.591
Key:
Data
{'content': '<p>-ον, ἡ.</p>'}