Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κωκύω
κώληψ
κῶμα
κώπη
κωπήεις
κώρυκος
κωφός
λᾶας
λάβε
λαβραγόρης
λαβρεύομαι
λάβρος
λαγχάνω
λαγωός
λᾶε
λάζομαι
λαθικηδής
λάθον
λάθρῃ
λᾶϊ
λᾶιγξ
View word page
λαβρεύομαι

[λάβρος.]

ShortDef

to talk rashly, brag

Debugging

Headword:
λαβρεύομαι
Headword (normalized):
λαβρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
λαβρευομαι
IDX:
5907
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5908
Key:

Data

{'content': '<p>[λάβρος.]</p>'}