Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κώδεια
κωκυτός
κωκύω
κώληψ
κῶμα
κώπη
κωπήεις
κώρυκος
κωφός
λᾶας
λάβε
λαβραγόρης
λαβρεύομαι
λάβρος
λαγχάνω
λαγωός
λᾶε
λάζομαι
λαθικηδής
λάθον
λάθρῃ
View word page
λάβε
3 sing. aor. λαμβάνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λάβε
Headword (normalized):
λάβε
Headword (normalized/stripped):
λαβε
IDX:
5905
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5906
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. λαμβάνω.</p>'}