Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κύστις
κυφός
κύψας
κύων
κῶας
κώδεια
κωκυτός
κωκύω
κώληψ
κῶμα
κώπη
κωπήεις
κώρυκος
κωφός
λᾶας
λάβε
λαβραγόρης
λαβρεύομαι
λάβρος
λαγχάνω
λαγωός
View word page
κώπη

-ης, ἡ.

A handle.

ShortDef

the handle of an oar

Debugging

Headword:
κώπη
Headword (normalized):
κώπη
Headword (normalized/stripped):
κωπη
IDX:
5900
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5901
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ.</p> <p>A handle.</p>'}