Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κύσ̔σ̓ε
κύστις
κυφός
κύψας
κύων
κῶας
κώδεια
κωκυτός
κωκύω
κώληψ
κῶμα
κώπη
κωπήεις
κώρυκος
κωφός
λᾶας
λάβε
λαβραγόρης
λαβρεύομαι
λάβρος
λαγχάνω
View word page
κῶμα
τό
[κω-, κοιμάω.]
ShortDef
deep sleep, slumber
Debugging
Headword:
κῶμα
Headword (normalized):
κῶμα
Headword (normalized/stripped):
κωμα
IDX:
5899
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5900
Key:
Data
{'content': '<p>τό</p> <p>[κω-, κοιμάω.]</p>'}