Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀμογητί
ἁμόθεν
ἀμοιβάς
ἀμοιβή
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβοί
ἀμολγός
ἁμός
ἄμοτος
ἀμπείρω
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπεπαλών
ἀμπερές
ἀμπέχω
ἀμπηδάω
ἄμπνεῦσαι
ἄμπνυε
ἀμπνύνθη
ἄμπυξ
ἄμυδις
View word page
ἀμπελόεις

-εσσα

[ἄμπελος.]

ShortDef

rich in vines

Debugging

Headword:
ἀμπελόεις
Headword (normalized):
ἀμπελόεις
Headword (normalized/stripped):
αμπελοεις
IDX:
589
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.590
Key:

Data

{'content': '<p>-εσσα</p> <p>[ἄμπελος.]</p>'}