Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀγέλη
ἀγεληδόν
ἄγεν
ἀγέραστος
ἀγέρθη
ἀγέροντο
ἀγέρωχος
ἄγετε
ἄγη
ἄγη
ἀγηγέρατο
ἀγηνορίη
ἀγήνωρ
ἀγήραος
ἀγητός
ἀγινέω
ἀγκάζομαι
ἀγκαλίς
ἀγκάς
ἄγκιστρον
ἀγκλίνας
View word page
ἀγηγέρατο
3 pl. plupf. pass. ἀγείρω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀγηγέρατο
Headword (normalized):
ἀγηγέρατο
Headword (normalized/stripped):
αγηγερατο
IDX:
58
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.59
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. plupf. pass. ἀγείρω.</p>'}