Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κυρτός
κυρτόω
κύρω
κύσ̔σ̓ε
κύστις
κυφός
κύψας
κύων
κῶας
κώδεια
κωκυτός
κωκύω
κώληψ
κῶμα
κώπη
κωπήεις
κώρυκος
κωφός
λᾶας
λάβε
λαβραγόρης
View word page
κωκυτός
-οῦ, ὁ
[κωκύω.]
ShortDef
a shrieking, wailing
Cocytus
Debugging
Headword:
κωκυτός
Headword (normalized):
κωκυτός
Headword (normalized/stripped):
κωκυτος
IDX:
5896
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5897
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[κωκύω.]</p>'}