Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κυπαρίσσινος
κυπάρισσος
κύπειρον
κύπελλον
κύπτω
κύρμα
κύρσας
κυρτός
κυρτόω
κύρω
κύσ̔σ̓ε
κύστις
κυφός
κύψας
κύων
κῶας
κώδεια
κωκυτός
κωκύω
κώληψ
κῶμα
View word page
κύσ̔σ̓ε
3 sing. aor. κυνέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κύσ̔σ̓ε
Headword (normalized):
κύσ̔σ̓ε
Headword (normalized/stripped):
κυσσε
IDX:
5889
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5890
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. κυνέω.</p>'}