Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀμνίον
ἀμογητί
ἁμόθεν
ἀμοιβάς
ἀμοιβή
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβοί
ἀμολγός
ἁμός
ἄμοτος
ἀμπείρω
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπεπαλών
ἀμπερές
ἀμπέχω
ἀμπηδάω
ἄμπνεῦσαι
ἄμπνυε
ἀμπνύνθη
ἄμπυξ
View word page
ἀμπείρω
[ἀμ-, ἀνα- 6.]
Nom. pl. masc. aor. pple. ἀμπείραντες.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμπείρω
Headword (normalized):
ἀμπείρω
Headword (normalized/stripped):
αμπειρω
IDX:
588
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.589
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀμ-, ἀνα- 6.]</p> <p>Nom. pl. masc. aor. pple. ἀμπείραντες.</p>'}