Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κύμινδις
κυνάμυια
κυνέη
κύνεος
κυνέω
κυνηγέτης
κυνόμυια
κυνοραιστής
κύντατος
κύντερος
κυνώπης
κυνῶπις
κυπαρίσσινος
κυπάρισσος
κύπειρον
κύπελλον
κύπτω
κύρμα
κύρσας
κυρτός
κυρτόω
View word page
κυνώπης

[κυν-, κύων + ὦπα. Dog-eyed.]

Lost to all sense of shame or decency, shameless, reckless, outrageous.

In voc. κυνῶπα Il. 1.159.

ShortDef

the dog-eyed

Debugging

Headword:
κυνώπης
Headword (normalized):
κυνώπης
Headword (normalized/stripped):
κυνωπης
IDX:
5877
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5878
Key:

Data

{'content': '<p>[κυν-, κύων + ὦπα. Dog-eyed.]</p> <p>Lost to all sense of shame or decency, shameless, reckless, outrageous.</p> <p>In voc. κυνῶπα Il. 1.159.</p>'}