Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κύκνος
κυκόωντι
κυλίνδω
κυλλοποδίων
κῦμα
κυμαίνω
κύμβαχος
κύμινδις
κυνάμυια
κυνέη
κύνεος
κυνέω
κυνηγέτης
κυνόμυια
κυνοραιστής
κύντατος
κύντερος
κυνώπης
κυνῶπις
κυπαρίσσινος
κυπάρισσος
View word page
κύνεος

[κυν-, κύων.]

ShortDef

shameless, unabashed

Debugging

Headword:
κύνεος
Headword (normalized):
κύνεος
Headword (normalized/stripped):
κυνεος
IDX:
5870
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5871
Key:

Data

{'content': '<p>[κυν-, κύων.]</p>'}