Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κυκλόσε
κυκλοτερής
κύκνος
κυκόωντι
κυλίνδω
κυλλοποδίων
κῦμα
κυμαίνω
κύμβαχος
κύμινδις
κυνάμυια
κυνέη
κύνεος
κυνέω
κυνηγέτης
κυνόμυια
κυνοραιστής
κύντατος
κύντερος
κυνώπης
κυνῶπις
View word page
κυνάμυια

κυνόμυια

[κυν-, κύων + μυῖα. Dog-fly.]

As a term of abuse, one who unites in her person the shamelessness of the dog and the boldness of the fly Il. 21.394, 421.

ShortDef

dog-fly

Debugging

Headword:
κυνάμυια
Headword (normalized):
κυνάμυια
Headword (normalized/stripped):
κυναμυια
IDX:
5868
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5869
Key:

Data

{'content': '<p>κυνόμυια</p> <p>[κυν-, κύων + μυῖα. Dog-fly.]</p> <p>As a term of abuse, one who unites in her person the shamelessness of the dog and the boldness of the fly Il. 21.394, 421.</p>'}