Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κυδάλιμος
κυδάνω
κύδηνε
κυδιάνειρα
κυδιάω
κύδιστος
κυδοιμέω
κυδοιμός
κῦδος
κυδρός
κυέω
κύθε
κυκάω
κυκεών
κυνκλέω
κύκλος
κυκλόσε
κυκλοτερής
κύκνος
κυκόωντι
κυλίνδω
View word page
κυέω
[cf. κῦμα.]
(ὑποκύομαι)
ShortDef
to bear in the womb, to be pregnant with
Debugging
Headword:
κυέω
Headword (normalized):
κυέω
Headword (normalized/stripped):
κυεω
IDX:
5852
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5853
Key:
Data
{'content': '<p>[cf. κῦμα.]</p> <p>(ὑποκύομαι)</p>'}