Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κυδαίνω
κυδάλιμος
κυδάνω
κύδηνε
κυδιάνειρα
κυδιάω
κύδιστος
κυδοιμέω
κυδοιμός
κῦδος
κυδρός
κυέω
κύθε
κυκάω
κυκεών
κυνκλέω
κύκλος
κυκλόσε
κυκλοτερής
κύκνος
κυκόωντι
View word page
κυδρός

[κῦδος.]

= κυδάλιμος 1 : Διὸς κυδρὴ παράκοιτις Il. 18.184. Cf. Od. 11.580, Od. 15.26.

ShortDef

glorious, illustrious, noble

Debugging

Headword:
κυδρός
Headword (normalized):
κυδρός
Headword (normalized/stripped):
κυδρος
IDX:
5851
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5852
Key:

Data

{'content': '<p>-ή</p> <p>[κῦδος.]</p> <p>= κυδάλιμος 1 : Διὸς κυδρὴ παράκοιτις Il. 18.184. Cf. Od. 11.580, Od. 15.26.</p>'}