Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀμμείξας
ἄμμες
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἀμνίον
ἀμογητί
ἁμόθεν
ἀμοιβάς
ἀμοιβή
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβοί
ἀμολγός
ἁμός
ἄμοτος
ἀμπείρω
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπεπαλών
ἀμπερές
ἀμπέχω
ἀμπηδάω
View word page
ἀμοιβοί

οἱ

[ἀμοιβή.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμοιβοί
Headword (normalized):
ἀμοιβοί
Headword (normalized/stripped):
αμοιβοι
IDX:
584
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.585
Key:

Data

{'content': '<p>οἱ</p> <p>[ἀμοιβή.]</p>'}