Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κυανοχαίτης
κυανῶπις
κυβερνάω
κυβερνητήρ
κυβερνήτης
κυβιστάω
κυβιστητήρ
κυδαίνω
κυδάλιμος
κυδάνω
κύδηνε
κυδιάνειρα
κυδιάω
κύδιστος
κυδοιμέω
κυδοιμός
κῦδος
κυδρός
κυέω
κύθε
κυκάω
View word page
κύδηνε

3 sing. aor. κυδαίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κύδηνε
Headword (normalized):
κύδηνε
Headword (normalized/stripped):
κυδηνε
IDX:
5844
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5845
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. κυδαίνω.</p>'}