Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κυανόπρῳρος
κύανος
κυανοχαίτης
κυανῶπις
κυβερνάω
κυβερνητήρ
κυβερνήτης
κυβιστάω
κυβιστητήρ
κυδαίνω
κυδάλιμος
κυδάνω
κύδηνε
κυδιάνειρα
κυδιάω
κύδιστος
κυδοιμέω
κυδοιμός
κῦδος
κυδρός
κυέω
View word page
κυδάλιμος
[κῦδος.]
Glorious, renowned, famous.
ShortDef
glorious, renowned, famous
Debugging
Headword:
κυδάλιμος
Headword (normalized):
κυδάλιμος
Headword (normalized/stripped):
κυδαλιμος
IDX:
5842
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5843
Key:
Data
{'content': '<p>[κῦδος.]</p> <p>Glorious, renowned, famous.</p>'}