Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀμιχθαλόεις
ἀμμείξας
ἄμμες
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἀμνίον
ἀμογητί
ἁμόθεν
ἀμοιβάς
ἀμοιβή
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβοί
ἀμολγός
ἁμός
ἄμοτος
ἀμπείρω
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπεπαλών
ἀμπερές
ἀμπέχω
View word page
ἀμοιβηδίς
[ἀμοιβή.]
ShortDef
alternately, in succession
Debugging
Headword:
ἀμοιβηδίς
Headword (normalized):
ἀμοιβηδίς
Headword (normalized/stripped):
αμοιβηδις
IDX:
583
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.584
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀμοιβή.]</p>'}