Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κύαμος
κυάνεος
κυανόπεζα
κυανοπρῴρειος
κυανόπρῳρος
κύανος
κυανοχαίτης
κυανῶπις
κυβερνάω
κυβερνητήρ
κυβερνήτης
κυβιστάω
κυβιστητήρ
κυδαίνω
κυδάλιμος
κυδάνω
κύδηνε
κυδιάνειρα
κυδιάω
κύδιστος
κυδοιμέω
View word page
κυβερνήτης

[κυβερνάω.]

ShortDef

a steersman, helmsman, pilot

Debugging

Headword:
κυβερνήτης
Headword (normalized):
κυβερνήτης
Headword (normalized/stripped):
κυβερνητης
IDX:
5838
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5839
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[κυβερνάω.]</p>'}