Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κτίσσε
κτυπέω
κτύπος
κύαμος
κυάνεος
κυανόπεζα
κυανοπρῴρειος
κυανόπρῳρος
κύανος
κυανοχαίτης
κυανῶπις
κυβερνάω
κυβερνητήρ
κυβερνήτης
κυβιστάω
κυβιστητήρ
κυδαίνω
κυδάλιμος
κυδάνω
κύδηνε
κυδιάνειρα
View word page
κυανῶπις
-ιδος
[κύανος + ὦπα.]
Dark-eyed.
Epithet of Amphitrite Od. 12.60.
ShortDef
dark-looking
Debugging
Headword:
κυανῶπις
Headword (normalized):
κυανῶπις
Headword (normalized/stripped):
κυανωπις
IDX:
5835
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5836
Key:
Data
{'content': '<p>-ιδος</p> <p>[κύανος + ὦπα.]</p> <p>Dark-eyed.</p> <p>Epithet of Amphitrite Od. 12.60.</p>'}