Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κτερίζω
κτέωμεν
κτῆμα
κτῆσις
κτητός
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτίσσε
κτυπέω
κτύπος
κύαμος
κυάνεος
κυανόπεζα
κυανοπρῴρειος
κυανόπρῳρος
κύανος
κυανοχαίτης
κυανῶπις
κυβερνάω
κυβερνητήρ
View word page
κτύπος

-ου, ὁ.

ShortDef

any loud noise, a crash

Debugging

Headword:
κτύπος
Headword (normalized):
κτύπος
Headword (normalized/stripped):
κτυπος
IDX:
5827
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5828
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}