Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτέωμεν
κτῆμα
κτῆσις
κτητός
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτίσσε
κτυπέω
κτύπος
κύαμος
κυάνεος
κυανόπεζα
κυανοπρῴρειος
κυανόπρῳρος
κύανος
κυανοχαίτης
κυανῶπις
View word page
κτίσσε
3 sing. aor. κτίζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κτίσσε
Headword (normalized):
κτίσσε
Headword (normalized/stripped):
κτισσε
IDX:
5825
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5826
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. κτίζω.</p>'}