Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κτείνω
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτέωμεν
κτῆμα
κτῆσις
κτητός
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτίσσε
κτυπέω
κτύπος
κύαμος
κυάνεος
κυανόπεζα
κυανοπρῴρειος
κυανόπρῳρος
κύανος
κυανοχαίτης
View word page
κτίλος
-ου, ὁ.
ShortDef
tame, docile, gentle
Debugging
Headword:
κτίλος
Headword (normalized):
κτίλος
Headword (normalized/stripped):
κτιλος
IDX:
5824
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5825
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}