Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κτεατίζω
κτείνω
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτέωμεν
κτῆμα
κτῆσις
κτητός
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτίσσε
κτυπέω
κτύπος
κύαμος
κυάνεος
κυανόπεζα
κυανοπρῴρειος
κυανόπρῳρος
κύανος
View word page
κτίζω

3 sing. aor. κτίσσε Od. 3.216.

3 pl. ἔκτισαν Od. 11.263.

To people (a tract of country) : δαρδανίην Od. 3.216.

To found (a city) : Θήβης ἕδος Od. 11.263.

ShortDef

to found

Debugging

Headword:
κτίζω
Headword (normalized):
κτίζω
Headword (normalized/stripped):
κτιζω
IDX:
5823
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5824
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. κτίσσε Od. 3.216.</p> <p>3 pl. ἔκτισαν Od. 11.263.</p> <p>To people (a tract of country) : δαρδανίην Od. 3.216.</p> <p>To found (a city) : Θήβης ἕδος Od. 11.263.</p>'}