Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κτάσθαι
κτέαρ
κτεατίζω
κτείνω
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτέωμεν
κτῆμα
κτῆσις
κτητός
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτίσσε
κτυπέω
κτύπος
κύαμος
κυάνεος
κυανόπεζα
κυανοπρῴρειος
View word page
κτητός

[κτάομαι.]

ShortDef

that may be gotten

Debugging

Headword:
κτητός
Headword (normalized):
κτητός
Headword (normalized/stripped):
κτητος
IDX:
5821
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5822
Key:

Data

{'content': '<p>[κτάομαι.]</p>'}