Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κτάομαι
κτάσθαι
κτέαρ
κτεατίζω
κτείνω
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτέωμεν
κτῆμα
κτῆσις
κτητός
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτίσσε
κτυπέω
κτύπος
κύαμος
κυάνεος
κυανόπεζα
View word page
κτῆσις

[κτάομαι.]

ShortDef

acquisition

Debugging

Headword:
κτῆσις
Headword (normalized):
κτῆσις
Headword (normalized/stripped):
κτησις
IDX:
5820
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5821
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[κτάομαι.]</p>'}