Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κτάνον
κτάομαι
κτάσθαι
κτέαρ
κτεατίζω
κτείνω
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτέωμεν
κτῆμα
κτῆσις
κτητός
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτίσσε
κτυπέω
κτύπος
κύαμος
κυάνεος
View word page
κτῆμα
-ατος
[κτάομαι.]
ShortDef
anything gotten, a piece of property, a possession
Debugging
Headword:
κτῆμα
Headword (normalized):
κτῆμα
Headword (normalized/stripped):
κτημα
IDX:
5819
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5820
Key:
Data
{'content': '<p>-ατος</p> <p>[κτάομαι.]</p>'}