Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀμήχανος
ἀμιτροχίτωνες
ἀμιχθαλόεις
ἀμμείξας
ἄμμες
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἀμνίον
ἀμογητί
ἁμόθεν
ἀμοιβάς
ἀμοιβή
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβοί
ἀμολγός
ἁμός
ἄμοτος
ἀμπείρω
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπεπαλών
View word page
ἀμοιβάς
[ἀμείβω.]
ShortDef
for a change of raiment
Debugging
Headword:
ἀμοιβάς
Headword (normalized):
ἀμοιβάς
Headword (normalized/stripped):
αμοιβας
IDX:
581
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.582
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀμείβω.]</p>'}