Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κτανέοντα
κτάνον
κτάομαι
κτάσθαι
κτέαρ
κτεατίζω
κτείνω
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτέωμεν
κτῆμα
κτῆσις
κτητός
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτίσσε
κτυπέω
κτύπος
κύαμος
View word page
κτέωμεν
1 pl. aor. subj. κτείνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κτέωμεν
Headword (normalized):
κτέωμεν
Headword (normalized/stripped):
κτεωμεν
IDX:
5818
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5819
Key:
Data
{'content': '<p>1 pl. aor. subj. κτείνω.</p>'}