Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κτάμεναι
κτανέοντα
κτάνον
κτάομαι
κτάσθαι
κτέαρ
κτεατίζω
κτείνω
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτέωμεν
κτῆμα
κτῆσις
κτητός
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτίσσε
κτυπέω
κτύπος
View word page
κτερίζω

[as κτερεΐζω.]

Fut. κτεριῶ Il. 18.334.

3 pl. κτεριοῦσι Il. 11.455, Il. 22.336.

3 sing. aor. opt. κτερίσειε Od. 3.285.

3 pl. κτερίσαιεν Il. 24.38.

ShortDef

bury with solemn honors

Debugging

Headword:
κτερίζω
Headword (normalized):
κτερίζω
Headword (normalized/stripped):
κτεριζω
IDX:
5817
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5818
Key:

Data

{'content': '<p>[as κτερεΐζω.]</p> <p>Fut. κτεριῶ Il. 18.334.</p> <p>3 pl. κτεριοῦσι Il. 11.455, Il. 22.336.</p> <p>3 sing. aor. opt. κτερίσειε Od. 3.285.</p> <p>3 pl. κτερίσαιεν Il. 24.38.</p>'}