Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κρύψω
κτάμεναι
κτανέοντα
κτάνον
κτάομαι
κτάσθαι
κτέαρ
κτεατίζω
κτείνω
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτέωμεν
κτῆμα
κτῆσις
κτητός
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτίσσε
κτυπέω
View word page
κτερεΐζω

[κτέρας.]

Aor. subj. κτερεΐξω Od. 2.222.

Infin. κτερεΐξαι Od. 1.291.

ShortDef

bury with due honours

Debugging

Headword:
κτερεΐζω
Headword (normalized):
κτερεΐζω
Headword (normalized/stripped):
κτερειζω
IDX:
5816
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5817
Key:

Data

{'content': '<p>[κτέρας.]</p> <p>Aor. subj. κτερεΐξω Od. 2.222.</p> <p>Infin. κτερεΐξαι Od. 1.291.</p>'}