Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κρυπτάδιος
κρυπτός
κρύπτω
κρύσταλλος
κρυφηδόν
κρύφθη
κρύψω
κτάμεναι
κτανέοντα
κτάνον
κτάομαι
κτάσθαι
κτέαρ
κτεατίζω
κτείνω
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτέωμεν
κτῆμα
κτῆσις
View word page
κτάομαι

[cf. κτίζω.]

ShortDef

to procure for oneself, to get, gain, acquire

Debugging

Headword:
κτάομαι
Headword (normalized):
κτάομαι
Headword (normalized/stripped):
κταομαι
IDX:
5810
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5811
Key:

Data

{'content': '<p>[cf. κτίζω.]</p>'}