Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κρυόεις
κρυπτάδιος
κρυπτός
κρύπτω
κρύσταλλος
κρυφηδόν
κρύφθη
κρύψω
κτάμεναι
κτανέοντα
κτάνον
κτάομαι
κτάσθαι
κτέαρ
κτεατίζω
κτείνω
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτέωμεν
κτῆμα
View word page
κτάνον

aor. κτείνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κτάνον
Headword (normalized):
κτάνον
Headword (normalized/stripped):
κτανον
IDX:
5809
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5810
Key:

Data

{'content': '<p>aor. κτείνω.</p>'}