Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κρύβδα
κρύβδην
κρυερός
κρυόεις
κρυπτάδιος
κρυπτός
κρύπτω
κρύσταλλος
κρυφηδόν
κρύφθη
κρύψω
κτάμεναι
κτανέοντα
κτάνον
κτάομαι
κτάσθαι
κτέαρ
κτεατίζω
κτείνω
κτέρεα
κτερεΐζω
View word page
κρύψω
fut. κρύπτω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κρύψω
Headword (normalized):
κρύψω
Headword (normalized/stripped):
κρυψω
IDX:
5806
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5807
Key:
Data
{'content': '<p>fut. κρύπτω.</p>'}