Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κρόκος
κρόμυον
κρόσσαι
κροταλίζω
κρόταφος
κροτέω
κρουνός
κρύβδα
κρύβδην
κρυερός
κρυόεις
κρυπτάδιος
κρυπτός
κρύπτω
κρύσταλλος
κρυφηδόν
κρύφθη
κρύψω
κτάμεναι
κτανέοντα
κτάνον
View word page
κρυόεις
-εντος.
Fem. -εσσα.
[As κρυερός.]
Fig. as epithet of Ἰωκή Il. 5.740.
Of φόβος Il. 9.2.
ShortDef
chilling
Debugging
Headword:
κρυόεις
Headword (normalized):
κρυόεις
Headword (normalized/stripped):
κρυοεις
IDX:
5799
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5800
Key:
Data
{'content': '<p>-εντος.</p> <p>Fem. -εσσα.</p> <p>[As κρυερός.]</p> <p>Fig. as epithet of Ἰωκή Il. 5.740.</p> <p>Of φόβος Il. 9.2.</p>'}