Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κριός
κριτός
κροαίνω
κροκόπεπλος
κρόκος
κρόμυον
κρόσσαι
κροταλίζω
κρόταφος
κροτέω
κρουνός
κρύβδα
κρύβδην
κρυερός
κρυόεις
κρυπτάδιος
κρυπτός
κρύπτω
κρύσταλλος
κρυφηδόν
κρύφθη
View word page
κρουνός
-οῦ, ὁ.
ShortDef
a spring, well-head
Debugging
Headword:
κρουνός
Headword (normalized):
κρουνός
Headword (normalized/stripped):
κρουνος
IDX:
5795
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5796
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}