Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κρήνη
κρήνηνδε
κρατήρ
κρῖ
κρίζω
κριθαί
κρίκε
κρίκος
κρίνω
κριός
κριτός
κροαίνω
κροκόπεπλος
κρόκος
κρόμυον
κρόσσαι
κροταλίζω
κρόταφος
κροτέω
κρουνός
κρύβδα
View word page
κριτός

[κρίνω.]

ShortDef

picked out, chosen

Debugging

Headword:
κριτός
Headword (normalized):
κριτός
Headword (normalized/stripped):
κριτος
IDX:
5786
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5787
Key:

Data

{'content': '<p>[κρίνω.]</p>'}