Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κρηῆναι
κρῆθεν
κρημνός
κρῆναι
κρηναῖος
κρήνη
κρήνηνδε
κρατήρ
κρῖ
κρίζω
κριθαί
κρίκε
κρίκος
κρίνω
κριός
κριτός
κροαίνω
κροκόπεπλος
κρόκος
κρόμυον
κρόσσαι
View word page
κριθαί

αἱ

[for κρς-θαι. Cf. L. hordeum.]

Barley. The growing plant.

In pl. : ἄρουραν πυρῶν ἢ κριθῶν Il. 11.69. Cf. Od. 9.110, Od. 19.112.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κριθαί
Headword (normalized):
κριθαί
Headword (normalized/stripped):
κριθαι
IDX:
5781
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5782
Key:

Data

{'content': '<p>αἱ</p> <p>[for κρς-θαι. Cf. L. hordeum.]</p> <p>Barley. The growing plant.</p> <p>In pl. : ἄρουραν πυρῶν ἢ κριθῶν Il. 11.69. Cf. Od. 9.110, Od. 19.112.</p>'}