Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀμέτρητος
ἀμετροεπής
ἀμητήρ
ἄμητος
ἀμηχανίη
ἀμήχανος
ἀμιτροχίτωνες
ἀμιχθαλόεις
ἀμμείξας
ἄμμες
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἀμνίον
ἀμογητί
ἁμόθεν
ἀμοιβάς
ἀμοιβή
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβοί
ἀμολγός
ἁμός
View word page
ἀμμορίη
-ης, ἡ
[ἄμμορος.]
App., what (of good) fate does not bestow, ill fortune Od. 20.76.
ShortDef
not one's fate, portion > ἀμμορία
Debugging
Headword:
ἀμμορίη
Headword (normalized):
ἀμμορίη
Headword (normalized/stripped):
αμμοριη
IDX:
576
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.577
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[ἄμμορος.]</p> <p>App., what (of good) fate does not bestow, ill fortune Od. 20.76.</p>'}