Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κραταιός
κραταίπεδος
κρατερός
κρατερόφρων
κρατερῶνυξ
κρατερῶς
κράτεσφι
κρατευταί
κρατέω
κράτος
κρατός
κρατύς
κράτων
κρέας
κρεῖον
κρεῖον
κρείσσων
κρείων
κρειῶν
κρεμάννυμι
κρεῶν
View word page
κρατός

genit. κάρη.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρατός
Headword (normalized):
κρατός
Headword (normalized/stripped):
κρατος
IDX:
5758
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5759
Key:

Data

{'content': '<p>genit. κάρη.</p>'}