Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κραταιγύαλος
κραταιΐς
κραταιός
κραταίπεδος
κρατερός
κρατερόφρων
κρατερῶνυξ
κρατερῶς
κράτεσφι
κρατευταί
κρατέω
κράτος
κρατός
κρατύς
κράτων
κρέας
κρεῖον
κρεῖον
κρείσσων
κρείων
κρειῶν
View word page
κρατέω
[κράτος.]
(ἐπι-)
ShortDef
to be strong, mighty, powerful
Debugging
Headword:
κρατέω
Headword (normalized):
κρατέω
Headword (normalized/stripped):
κρατεω
IDX:
5756
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5757
Key:
Data
{'content': '<p>[κράτος.]</p> <p>(ἐπι-)</p>'}