Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κρανίον
κρασί
κρᾶτα
κραταιγύαλος
κραταιΐς
κραταιός
κραταίπεδος
κρατερός
κρατερόφρων
κρατερῶνυξ
κρατερῶς
κράτεσφι
κρατευταί
κρατέω
κράτος
κρατός
κρατύς
κράτων
κρέας
κρεῖον
κρεῖον
View word page
κρατερῶς

[adv. fr. κρατερός.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρατερῶς
Headword (normalized):
κρατερῶς
Headword (normalized/stripped):
κρατερως
IDX:
5753
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5754
Key:

Data

{'content': '<p>[adv. fr. κρατερός.]</p>'}