Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κρανέεσθαι
κράνεια
κρανίον
κρασί
κρᾶτα
κραταιγύαλος
κραταιΐς
κραταιός
κραταίπεδος
κρατερός
κρατερόφρων
κρατερῶνυξ
κρατερῶς
κράτεσφι
κρατευταί
κρατέω
κράτος
κρατός
κρατύς
κράτων
κρέας
View word page
κρατερόφρων

-ονος

[κρατερός + φρήν.]

Stouthearted Il. 14.324 : Od. 4.333 =Od. 17.124, Od. 11.299.

Of a beast Il. 10.184.

ShortDef

stout-hearted, dauntless

Debugging

Headword:
κρατερόφρων
Headword (normalized):
κρατερόφρων
Headword (normalized/stripped):
κρατεροφρων
IDX:
5751
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5752
Key:

Data

{'content': '<p>-ονος</p> <p>[κρατερός + φρήν.]</p> <p>Stouthearted Il. 14.324 : Od. 4.333 =Od. 17.124, Od. 11.299.</p> <p>Of a beast Il. 10.184.</p>'}